Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

ὠλένη εὐ

  • 1 Arm

    subs.
    P. and V. βραχων, ὁ, Ar. and V. ἀγκλαι, αἱ, ὠλένη, ἡ, V. ἀγκών, ὁ, πῆχυς, ὁ.
    Forearm: P. and V. πῆχυς, ὁ.
    In the arms, adv.: V. ἄγκαθεν.
    Clasp in the arms: V. παγκαλίζεσθαι.
    Come to my arms: V. ἕρπε... ὑπʼ ἀγκάλας (Eur., And. 722).
    Keep at arm's length, v. trans.: met., P. πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, V. πρόσωθεν ἀσπάζεσθαι.
    Arm of a river: P. κέρας, τό.
    Arm, weapon, subs.: P. and V. ὅπλον, τό (almost always pl.), ὅπλισμα, τό (Plat.); see Weapon.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ὁπλίζειν, ἐξοπλίζειν (Plat.).
    Arm oneself with breastplate: P. ἐπιθωρακίζεσθαι (Xen.).
    Armed with a breast-plate: P. τεθωρακισμένος.
    Be armed to resist: P. and V. ἀνθοπλίζεσθαι (dat. or πρός, acc.) (Xen.).
    Armed with a spear: V. ἐστολισμένος δορί (Eur., Supp. 659).
    A well-armed host: V. εὖ κεκασμένον δόρυ (Æsch., Eum. 766).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arm

См. также в других словарях:

  • ὠλένη — elbow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένῃ — ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… …   Dictionary of Greek

  • ωλένη — η στην ανατομία, το ένα από τα δύο οστά του πήχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠλέναι — ὠλένη elbow fem nom/voc pl ὠλένᾱͅ , ὠλένη elbow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένηι — ὠλένῃ , ὠλένη elbow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλενῶν — ὠλένη elbow fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναις — ὠλένη elbow fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναισι — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλέναισιν — ὠλένη elbow fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠλένην — ὠλένη elbow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»